- ρούφουλας
- οδίνη ανέμου (ανεμοστρόβιλος) ή νερού (ρουφήχτρα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρούφουλας — ο, Ν 1. ανεμοστρόβιλος, δίνη ανέμου 2. δίνη νερού, ρουφήχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ + επιτατική κατάλ. ουλας (πρβλ. δράκ ουλας)] … Dictionary of Greek
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
ζήτουλας — ο ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. τού ρ. ζητώ με την επιτατική καταλ. ουλας (πρβλ. δράκουλας, ρούφουλας)] … Dictionary of Greek
νερογυρισιά — η επικίνδυνη συστροφή υδάτων θάλασσας ή ποταμού, ρούφουλας, δίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + γυρισιά (< γυρίζω)] … Dictionary of Greek
ρουφήχτρα — η, Ν 1. περιστροφική κίνηση νερού κατά τη ροή του ή πίσω από κινούμενο πλοίο, η δίνη, αλλ. ρούφουλας 2. μτφ. γυναίκα που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ / ρουφηχτός + επίθημα τρα (πρβλ. τσούχ τρα)] … Dictionary of Greek
στρόφιλας — ο, Ν περιστροφή, δίνη νερού, ρούφουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. στρόβιλος] … Dictionary of Greek
υδατοστρόβιλος — ο 1. περιστροφική κίνηση νερού, δίνη, ρουφήχτρα, ρούφουλας. 2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με νερό, υδατοστρόβιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροστρόβιλος — ο 1. μηχάνημα που μετατρέπει την πτώση ή τη ροή του νερού σε κινητήρια δύναμη, υδραυλικός στρόβιλος, υδροκίνητος στρόβιλος. 2. δίνη νερού, ρουφήχτρα, ρούφουλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)